Κύριος γενεσιουργός λόγος του Υψηλού είναι η μεγαλοφροσύνη, ο νους που εμφορείται από υψηλές ιδέες, το πνεύμα που υψώνεται πάνω από τα κοινά και ευτελή φρονήματα στη σφαίρα της μεγαλοσύνης, των γενναίων διαθέσεων και των ευγενών στοχασμών.
Οι μικρές ψυχές που χαμοπετούν, οι αδύνατες και μικροχαρείς διάνοιες που ταπεινά και δουλόπρεπα κατατρίβονται σε χαμηλά και πρόστυχα πράγματα, αποτελματωμένες μέσα στην καθημερινότητα, δεν μπορούν να δημιουργήσουν έργα θαυμαστά και με αιώνια αξία.
Βέβαια στον κορυφαίο δημιουργό χρειάζονται και άλλα προσόντα έμφυτα όπως το πάθος και επίκτητα: να σπουδάσει τους νόμους και τα στρατηγήματα της τέχνης του. Αυτά όμως θα αποδώσουν με την προϋπόθεση ότι υπάρχει ήδη το πρώτο: η μεγαλοφροσύνη.
Για τούτο, εκείνο που μπορούν να του προσφέρουν όσοι με την «επιστήμη» τους (τη φιλοσοφική θεώρηση, την κριτική ανάλυση κ.τ.λ.) θα επωάσουν το τάλαντό του, είναι «τας ψυχάς αναστρέφειν προς τα μεγέθη», να στρέψουν την ψυχή του προς τις μεγάλες συλλήψεις, τα μεγάλα αισθήματα, τις μεγάλες προθέσεις, για να γίνει το πνεύμα του ικανό να κυοφορήσει «γενναίες» ιδέες, «ώσπερ εγκύμονας αεί ποιείν γενναίου παραστατήματος».
(Το χωρίο θυμίζει την «περιαγωγή της ψυχής» προς τα όντως όντα, της πλατωνικής Πολιτείας, και τους «εγκύμονας την ψυχήν», του πλατωνικού πάλι Συμποσίου).
Ανάφλεξη λοιπόν του πάθους και διδαχή της τεχνικής, αλλά πάνω απ’ όλα ανάταση της ψυχής προς σπουδαία και ευγενή φρονήματα – ιδού τι χρειάζεται ο δημιουργός που φιλοδοξεί να κινηθεί πέρα από τους κοινούς τόπους και να κριθεί με άλλα, όχι με τα κοινά μέτρα.
Το βαρυσήμαντο και μόνιμο στοιχείο σ’ αυτή τη σειρά σκέψεων του αρχαίου τεχνοκριτικού [αναφέρεται στον ανώνυμο συγγραφέα του μικρού δοκιμίου «Περί ύψους» - 2ος ή 3ος αιώνας μ.Χ.], είναι, νομίζω, η παρατήρησή του:
1. Ότι στη λογοτεχνική δημιουργία το κύριο βάρος πέφτει πρώτα απάνω στο «τι έχουμε να πούμε» και έπειτα στο «πώς θα το πούμε».
2. Ότι αυτό το «τι» έχει στενή, αδιάσπαστη συνάρτηση με μια ψυχική διάσταση, με ένα πνευματικό μέγεθος, με ένα ανθρώπινο ποιόν.
Τα υψηλά έργα εκφράζουν υψηλά νοήματα, και τα υψηλά νοήματα τα συλλαμβάνουν άνθρωποι υψηλής ποιότητας. Τα μεγάλα δημιουργήματα: την Ιλιάδα, την Ορέστεια, τη Θεία Κωμωδία, τον Φάουστ, τα έχουν πλάσει μεγάλοι άνθρωποι, «νόες βαθείς» (κατά τη σολωμική φράση).
Ό,τι ακριβώς μας κάνει αίσθηση στα μεγάλα ποιητικά έργα και δικαιώνει την αθανασία τους είναι το ανθρώπινο ποιόν, το μοναδικό και ανεπανάληπτο, του δημιουργού τους. Μέσα στο πλήθος των ομοίων τους με αυτή την ιδιότητά τους διακρίνονται και καθιερώνονται.
Όταν αφήνουμε να πέσει από τα χέρια μας ένα φημισμένο κείμενο με αίσθημα κενού μέσα μας (παρά τη λάμψη που μπορεί να έχει στη φραστική διατύπωση, και τη σοφία στη σύνθεσή του), τούτο συμβαίνει επειδή διέψευσε τις προσδοκίες μας.
Μας έχει δώσει την ελπίδα ότι μας περιμένει στις σελίδες του ένα υψηλό ανθρώπινο ποιόν, η «μεγαλοφροσύνη» του συγγραφέα, αλλά δεν τη συναντήσαμε – εκείνο που βρήκαμε ήταν ίσως ένας ωραίος λόγος, όχι μια μεγάλη ψυχή.
Κανείς φυσικά δεν αμφισβητεί την αξία που έχει στην καλλιτεχνική κατασκευή η άψογη μορφή· μέσα στο πνεύμα όμως του μεγάλου συγγραφέα το υψηλό «τι» τελικά θα ανακαλύψει το «πώς» θα εκφραστεί χωρίς να προδοθεί.
Υπάρχει άραγε τρόπος να βεβαιωθεί ένας τεχνίτης του λόγου ότι τα προϊόντα του πνεύματός του πληρούν τους όρους της μεγαλοφροσύνης και της υψηγορίας και μπορούν επομένως να διεκδικήσουν την τιμή του «υψηλού»
;
Πώς θα βοηθήσουμε έναν επίδοξο δημιουργό να εκτιμήσει ο ίδιος το έργο του και να κρίνει αν με τον οίστρο και την επιδεξιότητά του έχει απογειωθεί από τα χαμηλά στρώματα των ασήμαντων επιδόσεων και βρίσκεται στις κορυφαίες βαθμίδες της κλίμακας, στη σφαίρα του «ύψους»;
- Ευτυχώς υπάρχουν μέτρα για να μετρηθεί, απαντά ο ανώνυμος τεχνοκριτικός μας [αναφέρεται και πάλι στον ανώνυμο συγγραφέα του μικρού δοκιμίου «Περί ύψους»], ευτυχής που ζει σε μια εποχή «επιγόνων» με λαμπρό και ένδοξο παρελθόν πίσω της.
Είναι οι μεγάλοι συγγραφείς, οι κορυφαίοι του είδους, οι κλασικοί «Όταν» γράφει (κατά την ελεύθερη κάπως απόδοση του Π. Λεκατσά) «δουλεύουμε έργο που απαιτεί λόγο υψηλό και φρόνημα μεγάλης ψυχής, καλό είναι να αναπλάττουμε στη φαντασία μας την εξής περίπτωση: πως αυτό το ίδιο, αν τύχαινε, θα το 'λεγε ο Όμηρος; Και με ποιο ύφος θα το διατύπωνε ο Πλάτων ή ο Δημοσθένης ή στην ιστορία ο Θουκυδίδης;
Γιατί, καθώς με την προσήλωση πέφτουν στα μάτια μας τα έξοχα εκείνα πρότυπα σαν άστρα που ξεχωρίζουν, ανεβάζουν ως ένα σημείο τις ψυχές μας προς τα όρια της ιδανικής τελειότητας που αναπλάθουμε
.
Ακόμη καλύτερα αν σχεδιαγραφούμε τούτο με τον νου μας: πώς θα τ’ άκουγε τούτο λεγόμενο από μένα ο Όμηρος αν ήταν μπροστά ή ο Δημοσθένης; Ή ποια εντύπωση θα τους προξενούσε; Γιατί στ’ αλήθεια μεγάλο είναι το αγώνισμα να προϋποθέτει κανείς ένα τέτοιο για τα δικά του λογοτεχνήματα δικαστήριο και θέατρο και μπροστά σε τόσο μεγάλους ήρωες, σαν κριτές και μάρτυρες ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη των γραφομένων του» (XIV 1-2).
Από το βιβλίο Τα μέτρα της εποχής μας,
Ε. Π. Παπανούτσος, εκδόσεις Φιλιππότη
Πίνακας: Joseph Mallord William Turner
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου