Άπλωνε τη σκέψη του σε τέτοιες αποστάσεις που οι συνηθισμένες του αγωνίες μίκραιναν και μίκραιναν, θρυψαλιαζόντουσαν, γίνονταν κόκκοι άμμου. Ομοιόμορφα ασήμαντοι από το ύψος που τώρα πια τις κοίταζε.Έμεινε για ώρα να ακούει τον φλοίσβο, χωρίς λόγο κανένα. Ένιωθε πως ζει κι όσο το ένιωθε και πιο πολύ, παρατηρούσε την κηλίδα αυτή που ήταν ξένη κι απειλητική κι είχε καρφωθεί μπροστά του, μέσα του. Ήταν το τίποτα και καθόλου δεν ήταν έτοιμος να το αντικρίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου