Τρεις Εταιρείες ένα Σεμινάριο. Δεύτερη Περίοδος Φαινομενολογικών Σεμιναρίων
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 29, 2014
3 Εταιρείες 1 σεμινάριο 2ος κύκλος 1η συνάντηση
Η πρώτη φετινή συνάντηση των τριών εταιρειών που γίνεται σε συνέχεια των διαλέξεων του καθηγητή φιλοσοφίας κ. Ξηροπαΐδη.
Με αφορμή τις διαλέξεις του κ. Ξηροπαΐδη σχετικά με την φαινομενολογία, προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε τη θεωρία που προέρχεται από τον χώρο της φιλοσοφίας με την πρακτική της ψυχοθεραπείας, όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από την εμπειρία ψυχοθεραπευτών από τις τρεις εταιρίες αλλά και μέσα από τον διάλογο που ακολουθεί μεταξύ όλων των παρευρισκομένων.
Με αφορμή τις διαλέξεις του κ. Ξηροπαΐδη σχετικά με την φαινομενολογία, προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε τη θεωρία που προέρχεται από τον χώρο της φιλοσοφίας με την πρακτική της ψυχοθεραπείας, όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από την εμπειρία ψυχοθεραπευτών από τις τρεις εταιρίες αλλά και μέσα από τον διάλογο που ακολουθεί μεταξύ όλων των παρευρισκομένων.
Κυριακή, Δεκεμβρίου 28, 2014
Υπαρξιακή-Ποιητική Ψυχοθεραπεία
Υπαρξιακή-Ποιητική Ψυχοθεραπεία
Δύο αποσπάσματα από μία παρουσίαση σχετικά με τον Ρίλκε και τη σχέση του με την Ψυχοθεραπεία. Η παρουσίαση έγινε στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Υπαρξιακών Θεμάτων (2014-2015) στο "γίγνεσθαι" την Ελληνική Εταιρεία Υπαρξιακής Ψυχολογίας.
Δύο αποσπάσματα από μία παρουσίαση σχετικά με τον Ρίλκε και τη σχέση του με την Ψυχοθεραπεία. Η παρουσίαση έγινε στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Υπαρξιακών Θεμάτων (2014-2015) στο "γίγνεσθαι" την Ελληνική Εταιρεία Υπαρξιακής Ψυχολογίας.
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2014
Για το κράτος
Αλλού εξακολουθούν να υπάρχουν λαοί και κοπάδια, αλλά όχι στον τόπο μας αδέρφια μου. Εδώ υπάρχουν κράτη. Κράτος; Και τι είναι τούτο; Ελάτε τώρα! Ανοίξτε τα αυτιά σας, διότι πρόκειται να σας πως έναν λόγο για τον θάνατο των λαών.
Κράτος ονομάζεται το πλέον παγερό από όλα τα παγερά τέρατα. Επίσης, ψεύδεται παγερά. Τούτα τα ψεύδη σέρνονται έξω από το στόμα του: "Εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός". Ψέμα! Δημιουργοί ήταν εκείνοι που δημιούργησαν τους λαούς και κρέμασαν από πάνω τους μία πίστη και μία αγάπη. Έτσι υπηρέτησαν τη ζωή. Ολετήρες είναι αυτοί που στήνουν παγίδες για πολλούς και τις αποκαλούν κράτος. Κρεμούν από πάνω τους ένα σπαθί και εκατό επιθυμίες. Εκεί, όπου ακόμη υπάρχει λαός, το κράτος δεν νοείται, αλλά μισείται σαν ένα κακό μάτι και σαν μία παραβίαση των παραδόσεων και των νόμων.
Κράτος ονομάζεται το πλέον παγερό από όλα τα παγερά τέρατα. Επίσης, ψεύδεται παγερά. Τούτα τα ψεύδη σέρνονται έξω από το στόμα του: "Εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός". Ψέμα! Δημιουργοί ήταν εκείνοι που δημιούργησαν τους λαούς και κρέμασαν από πάνω τους μία πίστη και μία αγάπη. Έτσι υπηρέτησαν τη ζωή. Ολετήρες είναι αυτοί που στήνουν παγίδες για πολλούς και τις αποκαλούν κράτος. Κρεμούν από πάνω τους ένα σπαθί και εκατό επιθυμίες. Εκεί, όπου ακόμη υπάρχει λαός, το κράτος δεν νοείται, αλλά μισείται σαν ένα κακό μάτι και σαν μία παραβίαση των παραδόσεων και των νόμων.
Φρίντριχ Νίτσε
"Τάδε Έφη Ζαρατούστρα"
Όπως εκείνα τα τραγούδια
Όπως εκείνα τα τραγούδια που τραγουδούν οι ερημίτες χωρίς να υπάρχουν άλλες ψυχές να τα ακούσουν αλλά καθόλου γιαυτό λιγότερο δεν αξίζουν. Ή όπως μια ματιά, αργά τη νύχτα, σε καλοκαιρινό ουρανό που μιλάει για πράγματα που όσο και να προσπαθήσεις δεν θα μπορέσεις να τα πεις μα εσύ τα ξέρεις και τα γνωρίζεις με τη σιγουριά εκείνων που ανάγκη δεν έχουν πλέον από βεβαιότητες. Ή όπως, ο κουρασμένος οδοιπόρος τη στιγμή που το νιώθει πως είναι χαμένος από το δρόμο του και έχει ήδη μπει σε άγνωστη και επικίνδυνη περιοχή. Ή τέλος, όπως ο λαχανιασμένος επιβάτης που δεν πρόλαβε το πλοίο που αναχωρεί από την προκυμαία και μένει να το κοιτάει γεμάτος απορία.
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 17, 2014
Στα λιβάδια του παρελθόντος
"Πού πάνε οι στιγμές της δικής μου ζωής; Για που, κάθε λίγο, ξεκινάει αυτός ο μοναδικός θησαυρός μου με τα ποτάμια του χρόνου; Και μόνον εγώ μπορώ να ξαναθυμηθώ τις πατημασιές μου μέσα στα λιβάδια του παρελθόντος. Και δεν χρειάζεται να είναι σημαντικές για τους άλλους, είναι ύψιστα σημαντικές για μένα."
...
"Είναι φορές που καθώς γέρνω να κοιμηθώ, έτοιμος να παραδοθώ στον ύπνο και να κλείσει άλλη μια μέρα από τις μετρημένες της ζωής μου, ο νους μου γυρνάει προς τις άλλες ημέρες μου που χάθηκαν στο πέλαγος του χρόνου. Θα επιθυμούσα εκείνη τη στιγμή να κλάψω, ένα κλάμα λυτρωτικό και παραπονεμένο. Πού πήγατε άγιες ημέρες της ζωής μου; Ποια ποτάμια σας παρέσυραν μακριά μου για πάντα;"
...
"Είναι φορές που καθώς γέρνω να κοιμηθώ, έτοιμος να παραδοθώ στον ύπνο και να κλείσει άλλη μια μέρα από τις μετρημένες της ζωής μου, ο νους μου γυρνάει προς τις άλλες ημέρες μου που χάθηκαν στο πέλαγος του χρόνου. Θα επιθυμούσα εκείνη τη στιγμή να κλάψω, ένα κλάμα λυτρωτικό και παραπονεμένο. Πού πήγατε άγιες ημέρες της ζωής μου; Ποια ποτάμια σας παρέσυραν μακριά μου για πάντα;"
Χρήστος Μαλεβίτσης
Οι Αγραυλούντες
Πίνακας: August Macke
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2014
Ορίζοντες
Διστακτικά μιλούσαν οι πρωινοί άνεμοι
Για τα άγουρα φρούτα που χάθηκαν
Στα χέρια βιαστικών παιδιών
Που μάθαιναν, όλο απορία και θαυμασμό
Ότι ο ήλιος θα έρχεται πάντα στην ώρα του
Πώς το σύκο ξέρει τον καιρό του
Και ότι ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος
Όταν μπορεί και αφήνεται και περιμένει
Κοιτάζοντας πέρα σ΄ ορίζοντες θαλασσινούς
Για τα άγουρα φρούτα που χάθηκαν
Στα χέρια βιαστικών παιδιών
Που μάθαιναν, όλο απορία και θαυμασμό
Ότι ο ήλιος θα έρχεται πάντα στην ώρα του
Πώς το σύκο ξέρει τον καιρό του
Και ότι ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος
Όταν μπορεί και αφήνεται και περιμένει
Κοιτάζοντας πέρα σ΄ ορίζοντες θαλασσινούς
Πίνακας: Mark Rothko
Τετάρτη, Νοεμβρίου 26, 2014
Αέρινα
Έγινε ο κήπος απορία και οι απορίες άνθισαν
Σαν πλάσματα ξένα, άγνωστα μα φιλικά
Καθώς όλα σαλεύουν πια από την αύρα
Μιας ανατολής αστήριχτης αλλά γενναίας
Όπου οι όποιες προσδοκίες ξέφυγαν
Όπως μπαλόνι από τα χέρια μικρού παιδιού
Και ταξιδεύουν αργά πάνω από τις θάλασσες
Μακρινού, απόκρημνου νησιού
Αλλά η ζωή είναι μπροστά και φλέγεται
Δεν περιμένει φλέγεται
Μας ξεπερνά και φλέγεται
Σαν πλάσματα ξένα, άγνωστα μα φιλικά
Καθώς όλα σαλεύουν πια από την αύρα
Μιας ανατολής αστήριχτης αλλά γενναίας
Όπου οι όποιες προσδοκίες ξέφυγαν
Όπως μπαλόνι από τα χέρια μικρού παιδιού
Και ταξιδεύουν αργά πάνω από τις θάλασσες
Μακρινού, απόκρημνου νησιού
Αλλά η ζωή είναι μπροστά και φλέγεται
Δεν περιμένει φλέγεται
Μας ξεπερνά και φλέγεται
Ο πίνακας:Amedeo Modigliani
Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2014
Ἱερὰ Ὁδός
Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα
ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου
μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει.
Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει
ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν
περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο
ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει
σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.
Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα
σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε
ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια
γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα
ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.
Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος
κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα
μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα
π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν
ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,
σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας
ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα
αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.
Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο
τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.
Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,
καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες
συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.
Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω
νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο
τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να
χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία
τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε
στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.
Ἡ μία,
(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,
μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο
τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω
μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη
ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν
ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,
αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,
μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,
γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της
πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.
Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,
σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο
μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο
ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα
τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα
τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα
στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!
Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη
ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα
῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας
στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο
ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες
φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια
τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,
νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της
γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται
ζωηρά.
K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,
ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες
στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·
ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.
Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία
τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,
δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα
μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὄλου
τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα
δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες
ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.
Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.
Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,
καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος
κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.
Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,
καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου
μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι
τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια
τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.
K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:
«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα
ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,
κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,
θὰ γιορτάσουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια
πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος
νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,
καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα
βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε
πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη
ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,
ἕνα μούρμουρο,
κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:
«Θὰ ῾ρτει.»
ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου
μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει.
Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει
ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν
περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο
ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει
σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.
Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα
σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε
ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια
γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα
ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.
Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος
κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα
μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα
π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν
ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,
σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας
ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα
αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.
Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο
τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.
Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,
καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες
συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.
Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω
νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο
τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να
χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία
τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε
στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.
Ἡ μία,
(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,
μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο
τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω
μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη
ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν
ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,
αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,
μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,
γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της
πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.
Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,
σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο
μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο
ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα
τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα
τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα
στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!
Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη
ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα
῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας
στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο
ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες
φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια
τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,
νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της
γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται
ζωηρά.
K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,
ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες
στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·
ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.
Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία
τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,
δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα
μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὄλου
τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα
δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες
ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.
Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.
Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,
καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος
κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.
Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,
καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου
μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι
τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια
τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.
K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:
«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα
ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,
κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,
θὰ γιορτάσουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια
πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος
νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,
καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα
βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε
πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη
ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,
ἕνα μούρμουρο,
κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:
«Θὰ ῾ρτει.»
Ἄγγελος Σικελιανός, 1935
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)
Παρασκευή, Αυγούστου 15, 2014
Αναζητήσεις
Θα έρθει άραγε η μέρα που θα ξαναβρούμε το πάθος για το ωραίο και το υψηλό; Θα έρθει άραγε η μέρα που πραγματικές αξίες θα αγγίζουν και θα κινούν την ψυχή μας; Θα έρθει άραγε η μέρα όπου θα αφυπνιστούν οι πλευρές μας εκείνες που όταν ζωντανεύουν, μέσα μας γεννιέται η ελπίδα; Θα έρθει άραγε η μέρα που θα πιστέψουμε σε κάτι καλύτερο και θα πορευτούμε προς αυτό;
Πίνακας: Η Κυρία με την ερμίνα,
του Λεονάρντο ντα Βίντσι
Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2014
Για το κράτος
Τούτος είναι σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί τον παρόντα πολιτισμό: Η κρατικοποίηση της ζωής, η παρέμβαση του Κράτους στα πάντα, η απορρόφηση όλης της αυθόρμητης κοινωνικής προσπάθειας από το Κράτος, δηλαδή η εκμηδένιση της αυθόρμητης ιστορικής δράσης, η οποία μακροχρονίως στηρίζει, θρέφει και κινεί τα ανθρώπινα πεπρωμένα.
Όταν η μάζα υποφέρη από κάποια κακοτυχία ή απλώς νοιώθη κάποια ισχυρή επιθυμία, ο μεγάλος της πειρασμός είναι τούτη η διαρκής και σίγουρη δυνατότητα να απόκτηση το παν — χωρίς προσπάθεια, αγώνα, αμφιβολία ή κίνδυνο — απλώς με την πίεση ενός κουμπιού και θέτοντας την υπερδύναμη μηχανή σε κίνηση.
Η μάζα λέγει στον εαυτό της «L' Έtat, c'est moi», πράγμα που είναι ένα τέλειο λάθος. Το Κράτος είναι η μάζα μόνο με την έννοια που μπορούμε να πούμε πως δύο άνθρωποι είναι όμοιοι επειδή κανένας από αυτούς δεν ονομάζεται Γιάννης. Το σύγχρονο Κράτος και η μάζα ταυτίζονται μόνον κατά το ότι είναι ανώνυμα. Αλλά ο μαζάνθρωπος πράγματι πιστεύει πως αυτός είναι το Κράτος, και θέλει ολοένα και περισσότερο να θέτη τον μηχανισμό του σε κίνηση με οποιαδήποτε πρόφαση για να συντρίψη κάτωθέ του κάθε δημιουργική μειοψηφία που τον ενοχλεί — τον ενοχλεί σε οποιαδήποτε περιοχή των πραγμάτων: στην πολιτική, στις ιδέες, στην οικονομία.
Το αποτέλεσμα αυτής της τάσης θα είναι μοιραίο. Η αυθόρμητη κοινωνική δράση συνεχώς θα συντρίβεται από την παρέμβαση του Κράτους" καί δέν θά μπορή νά καρπίση άλλος καινούργιος σπόρος. Η κοινωνία θα ζη γ ι α το Κράτος, ο άνθρωπος γ ι α την κυβερνητική μηχανή. Και καθώς, εν τέλει, το Κράτος δεν είναι παρά μια μηχανή που η ύπαρξή της και η συντήρηση της εξαρτάται από την ζωτική υποστήριξη του περιβάλλοντος της, το Κράτος, αφού απομυζήσει και το μεδούλι της κοινωνίας, θα ξεμείνη χωρίς αίμα, ενας σκελετός, θα νεκρωθή μαζύ με τον σκουριασμένο θάνατο της μηχανής, που είναι πιο θλιβερός κι' από τον θάνατο ενός ζωντανού οργανισμού.
Όταν η μάζα υποφέρη από κάποια κακοτυχία ή απλώς νοιώθη κάποια ισχυρή επιθυμία, ο μεγάλος της πειρασμός είναι τούτη η διαρκής και σίγουρη δυνατότητα να απόκτηση το παν — χωρίς προσπάθεια, αγώνα, αμφιβολία ή κίνδυνο — απλώς με την πίεση ενός κουμπιού και θέτοντας την υπερδύναμη μηχανή σε κίνηση.
Η μάζα λέγει στον εαυτό της «L' Έtat, c'est moi», πράγμα που είναι ένα τέλειο λάθος. Το Κράτος είναι η μάζα μόνο με την έννοια που μπορούμε να πούμε πως δύο άνθρωποι είναι όμοιοι επειδή κανένας από αυτούς δεν ονομάζεται Γιάννης. Το σύγχρονο Κράτος και η μάζα ταυτίζονται μόνον κατά το ότι είναι ανώνυμα. Αλλά ο μαζάνθρωπος πράγματι πιστεύει πως αυτός είναι το Κράτος, και θέλει ολοένα και περισσότερο να θέτη τον μηχανισμό του σε κίνηση με οποιαδήποτε πρόφαση για να συντρίψη κάτωθέ του κάθε δημιουργική μειοψηφία που τον ενοχλεί — τον ενοχλεί σε οποιαδήποτε περιοχή των πραγμάτων: στην πολιτική, στις ιδέες, στην οικονομία.
Το αποτέλεσμα αυτής της τάσης θα είναι μοιραίο. Η αυθόρμητη κοινωνική δράση συνεχώς θα συντρίβεται από την παρέμβαση του Κράτους" καί δέν θά μπορή νά καρπίση άλλος καινούργιος σπόρος. Η κοινωνία θα ζη γ ι α το Κράτος, ο άνθρωπος γ ι α την κυβερνητική μηχανή. Και καθώς, εν τέλει, το Κράτος δεν είναι παρά μια μηχανή που η ύπαρξή της και η συντήρηση της εξαρτάται από την ζωτική υποστήριξη του περιβάλλοντος της, το Κράτος, αφού απομυζήσει και το μεδούλι της κοινωνίας, θα ξεμείνη χωρίς αίμα, ενας σκελετός, θα νεκρωθή μαζύ με τον σκουριασμένο θάνατο της μηχανής, που είναι πιο θλιβερός κι' από τον θάνατο ενός ζωντανού οργανισμού.
Ορτέγα Υ Γκασσετ
Η εξέγερση των μαζών
Μετάφραση: X. Μαλεβίτσης
Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2014
Μελέτη
"Τι είναι αυτός ο θόρυβος;"
Ο αγέρας κάτω απ΄ την πόρτα.
"Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;"
Τίποτε πάλι τίποτε.
"Δέν ξέρεις τίποτε;
Δε βλέπεις τίποτε; Δε θυμάσαι
Τίποτε;" Θυμάμαι
Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του.
Τ.S. Elliot, Έρημη Χώρα
Η ενασχόληση με το τίποτα δεν είναι χωρίς συνέπειες. Όπως ο μηχανικός στο συνεργείο αυτοκινήτων βγαίνει με τα χέρια λερωμένα έτσι κι εσύ γυρνάς απ΄τα ταξίδια σου με ίχνη. Φαίνονται στα μάτια, στον τρόπο που κοιτάς τώρα τον κόσμο. Σαν να τον αποχαιρετάς.
Ύστερα πέφτει στα μάτια σου μπροστά ένα ψηλό πεύκο που μοιάζει αθάνατο. Κάτω, λίγα τριαντάφυλλα να χρωματίζουν τη στιγμή. Χωρίς μέλλον. Τίποτα για να κρατήσεις, τίποτα για να κρατηθείς. Κι όμως, είναι ωραίο να ζεις λες, ακόμα κι έτσι. Μόνο έτσι!
Περνάς ανάμεσα σε ψηλούς φοίνικες. Περνάς και χάνονται πίσω σου μα βλέπεις ακόμα τις λοξές σκιές τους να σε περιγελούν. Είσαι μια στο τώρα και μια στο αύριο, χαμένο πλάσμα, νόμισμα παλαιάς κοπής. Κι όμως, δεν υπάρχει κάτι άλλο παρά αυτό το λίγο που στιγμές-στιγμές αγγίζεις και γνωρίζεις πως έχεις βρει κάτι πολύτιμο που σε κάνει να λες, έστω για λίγο, αξίζει! Χωρίς αυταπάτες.
Αγκαλιάζεις το παλιό βιβλίο, εκείνο από τους αγαπημένους που κάποτε έζησαν και ακούς τη φωνή τους καθαρά. Άλλοτε ψιθύρισμα, άλλοτε κραυγή. Ελπίζεις στα λόγια τους να βρεις ένα κλειδί που θα σου ανοίξει τα μυστικά της δικής σου ζωής και μερικές φορές το βρίσκεις κι ύστερα πάλι μένεις με περισσότερες απορίες από όσες όταν ξεκίνησες. Αλλά σε γοητεύει η ίδια σου η λαχτάρα για να μάθεις και να βρεις, δε νιώθεις μόνος και θέλεις κι άλλα, θέλεις περισσότερα. Δε γίνεται αλλιώς. Και συνεχίζεις.
Από το τίποτα γυρίζεις στη ζωή. Είναι όλα έρωτας λες και μεθάς. Κοιτάς τον ήλιο σου κατάματα και δε φοβάσαι πως θα κάψεις τα μάτια σου για πάντα, δε σε νοιάζει. Μα δεν αντέχεις και γυρίζεις πίσω γρήγορα στη γη, στο χώμα που γεννάει λουλούδια και ανθρώπους, που είναι θαλπωρή και απαντοχή. Κάπου εκεί χαράζεις λίγα λόγια σε κατάλευκο μάρμαρο ή σε χαρτί, αυτά που έμαθες, να σε θυμούνται οι ερχόμενοι.
Πίνακας: Jules Olitski
Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2014
Ψυχολογία και φιλοσοφία
Όλο και περισσότερο γίνεται φανερό πως η έλλειψη σύνδεσης της ψυχολογίας με τη φιλοσοφία αποτελεί μέγιστο κίνδυνο. Ο διαχωρισμός που επήλθε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα είχε ασφαλώς τις δημιουργικές του πλευρές και έδωσε στην ψυχολογία μια επιφανειακή αυτοτέλεια η οποία όμως, αρνούμενη τις ρίζες της, πορεύεται αυτάρεσκα στα θετικιστικά της μονοπάτια, έχοντας λησμονήσει ή ακόμα χειρότερα απαρνηθεί την πνευματική της διάσταση.
Πίνακας: Morris Louis
Τετάρτη, Ιανουαρίου 15, 2014
Περί ελευθερίας
Ανελεύθεροι ξεκινάμε και έτσι συνεχίζουμε, έως τη στιγμή που πριν από κάποιο σταυροδρόμι, διαλέγουμε το μονοπάτι μας και το κάνουμε δικό μας, όχι επειδή όλοι οι άλλοι και όλα τα άλλα δεν μας επηρέασαν, αλλά ακριβώς επειδή όλες τις επιρροές και όλα όσα προηγήθηκαν τα κάνουμε κι αυτά δικά μας, μέσα από μια κατάφαση χωρίς αυταπάτες.
''Οι ευτυχισμένοι σκλάβοι είναι οι πιο μεγάλοι εχθροί της ελευθερίας.''
Baroness Marie Freifrau von Ebner-Eschenbach (1830 - 1916).
''Οι ευτυχισμένοι σκλάβοι είναι οι πιο μεγάλοι εχθροί της ελευθερίας.''
Baroness Marie Freifrau von Ebner-Eschenbach (1830 - 1916).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Contrapunctus
Λίγες μέρες πριν εκδόθηκε η ποιητική μου συλλογή Contrapunctus από τις εκδόσεις Πληθώρα. Ήταν ένα πείραμα αντίστιξις. Ξεκίνησε με το ερώτη...
-
Να βρω ένα κοχύλι. Τι τύχη! Στην παραλία, παιδάκι. Θυμάμαι ακόμα τη χαρά. Μικρή ομορφιά κρυμμένη στην άμμο. Έστω σπασμένο, έστω μικρό το κ...
-
Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εμπειρία του να βλέπεις το πρωτότυπο ενός έργου τέχνης. Καλά τα βιβλία, καλά τα αντίγραφα, καλές οι ...
-
Γλυκά θροΐζουν γύρω μου τα δένδρα. Tί υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός! Mέσ' στην ψυχή μου το ουράνιον τόξον και στην καρδιά μου μ...