
Πρόκειται για το ημερολόγιο ενός νέου, του Αντώνη Κωστούλα. Το βιβλίο ξεκινά με το θάνατο του νέου κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και συνεχίζει με την παρουσίαση του ημερολογίου του. Πρόκειται για έναν θάνατο εντελώς αντιηρωικό, ανόητο, τυχαίο. Ο Καμύ θα μιλούσε για την αποθέωση του παράλογου:
Η εισαγωγή αυτή δεν κρατά πάνω από δύο σελίδες. Όλο το υπόλοιπο βιβλίο είναι η παρουσίαση του ημερολογίου του νέου. Και όμως, τι διαφορά κάνουν οι δύο αυτές σελίδες! Τι διαφορά κάνει το ότι ο συγγραφέας επιλέγει να φέρει στο προσκήνιο τον θάνατο και να τον διατηρήσει έτσι σαν μία υποβόσκουσα απειλή σε όλο το υπόλοιπο της αφήγησης. Το κάθε τι αποκτά μια άλλη ένταση, μια άλλη βαρύτητα.
Φέρνω εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο:
"Είναι πολύ παράξενο να βλέπει κανένας ανάσκελος τον ουρανό κατάματα. Βρίσκεσαι τότες μούτρο με μούτρο στο Θεό. "Ενώπιος ενωπίω και πρόσωπον πρός πρόσωπον". Τα θερισμένα καλαμπόκια μυρίζουν με μιά φρέσκη και δυνατή μυρουδιά, κι απ΄όλες τις μεριές τα τριξαλλούδια γεμίζουνε την ησυχία μέ τό κρυσταλλένιο τραγούδι τους. Πού κάθουνται κρυμμένα τόσες χιλιάδες μαμούδια; Τραγουδάνε μονάχα τη νύχτα σά σβήσουν όλοι οι θόρυβοι. Έτσι η νύχτα γιομίζει απ΄ αυτές τις δροσερές τρίλλιες, πού δέν ξέρει κανένας αν είναι οι φωνές των χορταριών γιά των άστρων. Τόσα μιλιούνια χρόνια τώρα γεννιούνται αυτά τα μαμούνια, τραγουδάνε όλα μαζί μές στη νύχτα, και πριν πεθάνουνε δίνουνε τα βιολάκια τους στα παιδιά τους για να κάνουν το ίδιο. Θα ΄ρτει θαρρείς μια νύχτα που θα ΄ναι πιά πολύ γριά η Γής, κι όλοι αυτοί οι μεγαλοφυείς αθρωποι που εφευρίσκουν τις τορπίλλες και τ΄ αεροπλάνα και τη μελινίτη θα ΄ναι ξαπλωμένοι στο χώμα, κι η αθρωπότητα θα ΄ναι ένας θρύλος ανάμεσα στα δέντρα. Μα και κείνη τη νύχτα όλα τα τριξαλλούδια θα βρούνε να τραγουδήσουν όλα μαζί κατ΄ απ΄τ΄ αμέτρητα αστέρια, σα να μην έγινε τίποτα σπουδαίο. Κι ο ουρανός θ΄ αθίσει πάλι τις ασημένιες απειράθες του, και θα σκύψει ν΄ αφουγκραστεί τα κρυσταλλένια βιολάκια, τυλιγμένος μες στο ίδο του ψυχρό μυστήριο."